- γαρδένια
- ηκαλλωπιστικό φυτό που βγάζει μυρωδάτα λουλούδια.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
γαρδένια — (gardenia). Θάμνος αειθαλής της οικογένειας των ρουβιιδών (δικοτυλήδονα), ο οποίος καλλιεργείται κυρίως για τα μεγάλα και αρωματικότατα άνθη του, τα οποία, καθώς εμφανίζονται στις άκρες των βλαστών, ξεχωρίζουν έντονα πάνω στο σκούρο και… … Dictionary of Greek
καστάνια — Δέντρο της οικογένειας των φαγκιδών (δικοτυλήδονα). Αποτελεί μέρος της δασικής χλωρίδας των θερμών ζωνών της Ευρώπης. Κατάγεται πιθανώς από τον μεσογειακό χώρο και ήταν γνωστή από την αρχαιότητα με την ονομασία Διός βάλανον. Στην Ελλάδα… … Dictionary of Greek
καστανιά — Δέντρο της οικογένειας των φαγκιδών (δικοτυλήδονα). Αποτελεί μέρος της δασικής χλωρίδας των θερμών ζωνών της Ευρώπης. Κατάγεται πιθανώς από τον μεσογειακό χώρο και ήταν γνωστή από την αρχαιότητα με την ονομασία Διός βάλανον. Στην Ελλάδα… … Dictionary of Greek
ρανδία — (randia). Φυτό δικοτυλήδονο της οικογένειας των ρουβιιδών, που αριθμεί περίπου 150 είδη, όλα των τροπικών περιοχών της Ασίας και της Αφρικής. Είναι δέντρα ή θάμνοι ακανθώδεις με φύλλα αντίθετα, συνήθως δερματώδη, μικρά παράφυλλα. Τα άνθη τους… … Dictionary of Greek